- καρνάβαλος
- ο1. κορυφαίος τής πομπής τών μεταμφιεσμένων που περιφέρεται στους δρόμους καθισμένος πάνω σε ψηλό άρμα κατά τη γιορτή τής Αποκριάς2. μτφ. το ψηλό τροχοφόρο με το ειδικό συνεργείο τεχνιτών που κινείται σε τροχιοδρομικές γραμμές και χρησιμοποιείται για την επιθεώρηση και την επισκευή τών ηλεκτροφόρων συρμάτων τών τροχιοδρόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Carneval (Sa Majeste Carneval «η Αυτού Μεγαλειότης ο Καρνάβαλος»)].
Dictionary of Greek. 2013.