καρνάβαλος

καρνάβαλος
ο
1. κορυφαίος τής πομπής τών μεταμφιεσμένων που περιφέρεται στους δρόμους καθισμένος πάνω σε ψηλό άρμα κατά τη γιορτή τής Αποκριάς
2. μτφ. το ψηλό τροχοφόρο με το ειδικό συνεργείο τεχνιτών που κινείται σε τροχιοδρομικές γραμμές και χρησιμοποιείται για την επιθεώρηση και την επισκευή τών ηλεκτροφόρων συρμάτων τών τροχιοδρόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Carneval (Sa Majeste Carneval «η Αυτού Μεγαλειότης ο Καρνάβαλος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρνάβαλος — ο κωμική θεότητα των καρναβαλιών, πομπή των προσωπιδοφόρων, το άρμα πάνω στο οποίο επιβαίνει η θεότητα των καρναβαλιών: Το πρώτο άρμα ήταν ο καρνάβαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”